Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των αναρτήσεων του ιστολογίου χωρίς την έγγραφη άδεια του διαχειριστή

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ - Ο μεγάλος Ηγέτης


Ο Μακάριος Γ’ ήταν Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1960. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Μούσκος. Γεννήθηκε στην Παναγία της Πάφου από φτωχή αγροτική οικογένεια το 1913. Όταν τελείωσε το δημοτικό, μπήκε στη μονή Κύκκου ως δόκιμος μοναχός και πήρε το όνομα Μακάριος. Το 1931 πήρε μέρος στην εξέγερση εναντίον των Βρετανών. Μετά την καταστολή της μπόρεσε να σωθεί χάρη στην προστασία της Εκκλησίας. Από το Παγκύπριο Γυμνάσιο αποφοίτησε το 1936 και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου, με έξοδα της Εκκλησίας της Κύπρου, σπούδασε θεολογία και νομικά. Παράλληλα έμαθε γαλλικά και ιταλικά. Στη διάρκεια της Κατοχής ήταν διάκονος στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα.

Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στην Κύπρο και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Λίγο αργότερα πήρε υποτροφία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών για το πανεπιστήμιο της Βοστόνης, όπου συνέχισε τις θεολογικές σπουδές του και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κοινωνιολογίας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του χήρεψε η επισκοπή Κιτίου και ο Μακάριος εκλέχτηκε νέος επίσκοπός της. Ενθρονίστηκε τον Ιούνιο του 1948. Στις 26 Οκτωβρίου 1950, ύστερα από το θάνατο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’, εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου.

Μετά την επιστροφή του στην Κύπρο το 1948 ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Κύπρου βρισκόταν σε νέα έξαρση. Το 1950 με δική του έμπνευση και καθοδήγηση έγινε το δημοψήφισμα των Ελληνοκυπρίων, που οργάνωσε η Αρχιεπισκοπή, για την ένωση με την Ελλάδα. Το 95,7% των Ελληνοκυπρίων ψήφισε υπέρ της ένωσης. Η τότε ελληνική κυβέρνηση ωστόσο αρνήθηκε κατηγορηματικά να υποστηρίξει το αίτημα της αυτοδιάθεσης-ένωσης. Το ίδιο άκαρπος ήταν και ο ερχομός του στην Αθήνα καθώς οι συζητήσεις με τους επικεφαλής της κυβέρνησης Σ. Βενιζέλου-Γ. Παπανδρέου δεν κατέληξαν πουθενά.

Ο Μακάριος στη συνέχεια ανέπτυξε έντονη παρασκηνιακή δραστηριότητα για να προωθήσει τους σκοπούς του. Το 1952 πήγε στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια της συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Ενώ τον επόμενο χρόνο επισκέφτηκε ορισμένες αραβικές χώρες, με σκοπό την προώθηση του κυπριακού ζητήματος.

Όταν η κυβέρνηση Παπάγου αποφάσισε να φέρει το κυπριακό θέμα στον ΟΗΕ (Οκτώβριος 1953), ο Μακάριος παραβρέθηκε στη σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης. Μετά τη σταθερή άρνηση των δυτικών δυνάμεων να υποστηρίξουν τον κυπριακό λαό ο Μακάριος άρχισε θεαματικές κινήσεις προς τους αδέσμευτους και τις χώρες του τότε ανατολικού μπλοκ. Μία από αυτές τις κινήσεις ήταν η παρουσία του στη διάσκεψη των αφρικανοασιατικών χωρών στο Μπαντούγκ (1955).

Οι Βρετανοί μετά τις πρώτες αποτυχίες τους να καταστείλουν το ένοπλο κίνημα της ΕΟΚΑ (1955-1959) κατέφυγαν σε τρομοκρατικές ενέργειες αντιποίνων. Έτσι, στις 9 Μαρτίου 1956, ενώ ο Μακάριος επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο που θα τον πήγαινε στην Ελλάδα, οι Βρετανοί τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στο νησί Μαχέ του αρχιπελάγους των Σεϊχελών του Ινδικού ωκεανού. Απελευθερώθηκε στις 27 Μαρτίου 1957, ύστερα από 13 μήνες εξορίας, όταν η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ άρχισε τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για δημοκρατική λύση του κυπριακού προβλήματος. Μετά την απόλυσή του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.

Στις 11 και στις 19 Φεβρουαρίου 1959 υπογράφτηκαν αντίστοιχα οι συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, με τις οποίες η Κύπρος γινόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία, ενώ γινόταν πλέον επίσημα ο διαχωρισμός της ελληνικής από την τουρκική κοινότητα. Οι συμφωνίες αυτές απέκλειαν την ένωση και τη διχοτόμηση. Ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, συνταγματάρχης Γ. Γρίβας, αντιτάχτηκε στην αποδοχή των συμφωνιών αποβλέποντας αποκλειστικά στην ένωση.

Ο Μακάριος αρχικά αποδέχτηκε τις συμφωνίες, αλλά αργότερα τις κατάγγειλε, καθώς οι σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων χειροτέρευαν συνέχεια. Στις 21 Δεκεμβρίου 1963 ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, που συνεχίστηκαν ως τις αρχές του 1964 και οδήγησαν στα πρόθυρα ανοιχτού ελληνοτουρκικού πολέμου. Την 1η Ιανουαρίου 1964 η κυπριακή κυβέρνηση ανάγγειλε την ακύρωση των συμφωνιών του Λονδίνου. Ο πόλεμος Ελλάδας-Τουρκίας αποτράπηκε με προσωπική παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον και με τη σθεναρή θέση του Σοβιετικού προέδρου Χρουστσόφ.

Καθώς η Ελλάδα και η Τουρκία αύξησαν τη στρατιωτική τους παρουσία στο νησί, οι κίνδυνοι πολέμου πολλαπλασιάστηκαν. Στα τέλη του 1967 η στρατιωτική κυβέρνηση, που είχε υφαρπάσει την εξουσία στην Ελλάδα, απέσυρε τα στρατεύματα που είχαν στείλει στην Κύπρο κρυφά οι κυβερνήσεις της Ένωσης Κέντρου.

Ο Μακάριος βρέθηκε τότε αντιμέτωπος από τη μια πλευρά με την τουρκική αδιαλλαξία και από την άλλη με το ξενοκίνητο καθεστώς της 21ης Απριλίου που επιδίωκε με κάθε τρόπο την ανατροπή του. Μολονότι ο Μακάριος ακολούθησε πολιτική συμφιλιωτική με το καθεστώς της Αθήνας, το τελευταίο κατέφυγε στην τακτική των συνεχών προκλήσεων σε βάρος του, που κλιμακώθηκαν από την επανεμφάνιση της ΕΟΚΑ (ως ΕΟΚΑ Β’) ως τις συνεχείς δολοφονικές απόπειρες εναντίον του.

Ο Μακάριος προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το Γρίβα, που οδηγούσε την ΕΟΚΑ Β’ σε ανοιχτές τρομοκρατικές επιθέσεις εναντίον των αφοσιωμένων στη νομιμότητα δυνάμεων (αστυνομία, προεδρική φρουρά κτλ.), έφερε κρυφά οπλισμό από την Τσεχοσλοβακία. Η ενέργειά του όμως αυτή προδόθηκε στους Τούρκους από –όπως λέγεται– πολιτικούς αντιπάλους του Μακαρίου και ο οπλισμός παραδόθηκε στον ΟΗΕ. Έτσι οι κυπριακές δυνάμεις στερήθηκαν τα μόνα όπλα που θα τους επέτρεπαν να αντιταχτούν σε πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου, που εκδηλώθηκε στη συνέχεια, και στην τουρκική εισβολή που ακολούθησε.

Οι ενέργειες για την αποδυνάμωση του Μακαρίου συνεχίστηκαν με το αίτημα τριών μητροπολιτών για την απομάκρυνσή του. Ο Μακάριος αντιτάχτηκε, περνώντας στην αντεπίθεση, αξιώνοντας από το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας να αποσύρει από την Κύπρο τους αξιωματικούς της Εθνοφρουράς (τακτικοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού) που συνωμοτούσαν εναντίον του. Η αντίδραση του καθεστώτος, που είχε επικρατήσει στην Ελλάδα μετά τις 25 Νοεμβρίου 1973, ήταν άμεση: προχώρησε σε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου.

Το πραξικόπημα έγινε στις 15 Ιουλίου 1974 στις 8 το πρωί. Οι πραξικοπηματίες έκαψαν με φλογοβόλα το προεδρικό μέγαρο και την αρχιεπισκοπή πιστεύοντας ότι έκαψαν και το Μακάριο ζωντανό. Εκείνος όμως κατόρθωσε να διαφύγει. Από την Πάφο απεύθυνε διάγγελμα στο λαό, αλλά το πραξικόπημα είχε ήδη επικρατήσει. Πρόεδρος είχε αναλάβει ο Νίκος Σαμψών, εκδότης εφημερίδας και υπαρχηγός της ΕΟΚΑ Β’.

Ο Μακάριος, αφού κατέφυγε στην βρετανική βάση της Δεκέλειας, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και από εκεί στη Ν. Υόρκη. Με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, στις 20 Ιουλίου 1974, το καθεστώς του Σαμψών κατέρρευσε μαζί με τη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. Ο Μακάριος επέστρεψε στο νησί και ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του. Ο ξαφνικός θάνατός του, σε μια κρίσιμη στιγμή της κυπριακής ιστορίας, ανέκοψε το έργο του. Πέθανε στις 3/8/1977.