O Νίκος Καββαδίας ήταν ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας το 1910 από γονείς Κεφαλονίτες. Σύντομα η οικογένεια μετοίκησε στο Αργοστόλι και το 1921 στον Πειραιά, όπου τελείωσε τη γαλλική σχολή Saint Paul και στο δημόσιο γυμνάσιο ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Πέρασε στην Ιατρική Σχολή, αλλά μια ξαφνική και βαριά αρρώστια του πατέρα του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει και να πιάσει δουλειά στο γραφείο μιας ναυτιλιακής εταιρείας. Ένα χρόνο μετά πέθανε ο πατέρας του και ο Καββαδίας μπάρκαρε. Από τότε και μέχρι το 1975 εργάστηκε ως ναυτικός, από το 1939 και εξής ως ασυρματιστής. Στις 10/2/1975, μετά το τελευταίο ταξίδι του, πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ήδη στα δώδεκά του χρόνια, μαθητής, ο Καββαδίας εξέδιδε μόνος του το περιοδικό «Σχολικός Σάτυρος», απόδειξη της στιχοπλαστικής του ευχέρειας. Κάποια από τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν και στην πειραιώτικη εφημερίδα «Σημαία». Τα χρόνια 1928-1929 δημοσιεύει ποιήματά του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και ταυτόχρονα συνεργάζεται και με το περιοδικό «Διανοούμενος». Παράλληλα αρχίζει τη δημοσίευση σε συνέχειες ενός μυθιστορήματος στην εφημερίδα «Πειραϊκό Βήμα», το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η ουσιαστική εμφάνισή του γίνεται με την πρώτη του συλλογή «Μαραμπού» το 1933, που κέρδισε και την εύνοια του Φώτου Πολίτη. Το 1943 δημοσιεύει στους «Πρωτοπόρους» ένα ποίημα με τίτλο «Αθήνα» με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός. Το 1947 επανεκδίδεται συμπληρωμένο το «Μαραμπού» και τυπώνεται η δεύτερη συλλογή του, το «Πούσι». Το 1954 τυπώνεται και το πεζογράφημα (μάλλον εκτενές αφήγημα και όχι μυθιστόρημα) «Βάρδια». Λίγο μετά το θάνατό του τυπώνεται η τρίτη συλλογή του με τίτλο «Τραβέρσο» (1975) και το 1987 τα μικρότερα πεζά του «Λι» και «Του πολέμου-Στο άλογό μου».
Η ποίηση του Καββαδία αντλεί από το νεορομαντισμό την ταξιδιωτική κοσμοπολίτικη ποίηση. Έχει όμως αναπτυγμένα εντελώς δικά της χαρακτηριστικά, που την καθιστούν περίπτωση μοναδική, αλλά και εξαιρετικά γοητευτική. Η γλώσσα του Καββαδία είναι ζωντανή, εμπλουτισμένη με πάμπολλα στοιχεία του ναυτικού ιδιώματος, ωστόσο διακριτική, εκφραστικότατη και πειστική. Τα ποιήματά του είναι έμμετρα και ομοιοκατάληκτα, χωρίς να υποτάσσεται η αφηγηματική ικανότητα και να υποβιβάζεται το καλλιτεχνικό στοιχείο. Περιγράφεται η σκληρή και συχνά άσωτη ζωή των ναυτικών, δεν αποκλείονται όμως στιγμιότυπα τρυφερά και προεκτάσεις προβληματισμένες και ευρύτερα φιλοσοφημένες. Έτσι, πρόκειται για ποίηση κοσμοπολίτικη, όχι όμως ψυχρή και απόμακρη, αλλά μεθέξιμη. Η πορεία από την πρώτη ως την τρίτη συλλογή αποκαλύπτει έναν άξονα ανθρωποκεντρικό. Σιγά-σιγά τα μοτίβα γίνονται πιο σκοτεινά, πιο εσωτερικά, πιο ερωτικά. Επανέρχονται σύμβολα και αντικείμενα με προσδιορίσιμη λειτουργικότητα, χρώματα, πρόσωπα και μύθοι, που εν τέλει υποσκάπτουν το κοσμοπολίτικο στοιχείο και το απορρίπτουν για να αφήσουν μια γυμνή μοναξιά. Η τρυφερότητα και ο λυρισμός είναι ακόμη χαρακτηριστικότερα στοιχεία των μικρών πεζών του που εκδόθηκαν το 1987. Θα ήταν ίσως τολμηρό να ειπωθεί, αλλά φαίνεται πως συγκεντρώνουν ό,τι απαιτείται για να χαρακτηριστούν μικρά, κλασικότροπα αριστουργήματα. Η «Βάρδια» είναι ένα εκτενές αφήγημα, κοντά στην ευθύγραμμη αφήγηση, με αναδρομικές και προληπτικές παρεκβάσεις στο πρώτο μέρος, αλλά πολύ κοντά στο είδος του φανταστικού, όπου οι κώδικες εμπλέκονται και τα όρια πραγματικού και φανταστικού συγχέονται, ενώ το δεύτερο μέρος, σαφώς νεοτερικότερο και ως προς την ποιητική του. Ο Νίκος Καββαδίας είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους σύγχρονους ποιητές και αρκετά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί.