Απαγορεύεται η αναδημοσίευση των αναρτήσεων του ιστολογίου χωρίς την έγγραφη άδεια του διαχειριστή

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Διονύσιος Σολωμός, ο ποιητής της Ελλάδας


Ο Διονύσιος Σολωμός είναι Έλληνας ποιητής, που θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Ελλάδας όχι μόνο για τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν», που αποτελεί τον ελληνικό εθνικό ύμνο, αλλά και για το σύνολο του έργου του.

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα στις 9/2/1857. Ο πατέρας του Νικόλαος ανήκε στην τάξη των ευγενών της Ζακύνθου και είχε τον τίτλο του κόμη, ενώ η μητέρα του, Αγγελική Νίκλη ή Νίκλα, ήταν λαϊκής καταγωγής. Και από τις δύο αυτές τάξεις θα κορφολογήσει ο ποιητής ό,τι καλύτερο και θα το αφομοιώσει αργότερα στο έργο του. Η Αγγελική, που υπηρετούσε στο σπίτι του Νικόλαου Σολωμού, συζούσε με το αφεντικό της πολλά χρόνια παράνομα, γεγονός συνηθισμένο την εποχή εκείνη. Στο διάστημα αυτό γεννήθηκε ο Διονύσιος, αλλά ο Νικόλαος μόλις την παραμονή του θανάτου του έκανε επίσημα γυναίκα του την Αγγελική και έτσι νομιμοποιήθηκαν και τα δύο παιδιά τους, ο Διονύσιος και ο Δημήτριος. Όταν πέθανε ο πατέρας του (1807), ο ποιητής ήταν 9 χρονών. Πρώτοι του δάσκαλοι υπήρξαν οι Νικόλαος Κασιμάτης, ο Αντώνιος Μαρτελάος και ο Ιταλός καθολικός ιερέας Σάντο Ρόσι, που ζούσε τότε στη Ζάκυνθο.

Ο κηδεμόνας του, Νικόλαος Μεσσαλάς, τον φρόντισε σαν παιδί του. Τον έστειλε με το Ρόσι στην Ιταλία να σπουδάσει. Στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία δεν έμεινε πολύ. Ζωηρός και ανυπόταχτος ο μικρός Διονύσιος, υποχρεώθηκε να φύγει. Τον πήρε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρεμόνα, ο Ρόσι, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Τον ίδιο χρόνο γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Παβίας, από το οποίο το 1817 του χορηγήθηκε αποφοιτήριο, το οποίο, όπως θα πει ο ίδιος, «του το έδωσε η καλοσύνη των εξεταστών του». Δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την επιστήμη του (νομικά) και για καμιά άλλη επιστήμη. Στην Ιταλία εκδηλώθηκε το ποιητικό του ταλέντο για πρώτη φορά, συγγράφοντας ποιήματα στην ιταλική γλώσσα. Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο. Σταθμό στην εξέλιξή του αποτέλεσε η συνάντησή του (1822) με το Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Σολωμός εγκατέλειψε την ιταλική και άρχισε να γράφει στην ελληνική γλώσσα. Το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης το 1821 τον επηρέασε βαθύτατα. Το Μάιο του 1823, μέσα σε ένα μόνο μήνα, έγραψε και τις 158 στροφές του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν». Το ποίημα, πηγαίο και ορμητικό, καταξίωσε αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή στην Ελλάδα και την Ευρώπη, όπου μεταφράστηκε αμέσως.

Το 1828 ο Σολωμός εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα. Σε αυτό τον υποχρέωσαν προφανώς οικογενειακές υποθέσεις και διενέξεις, που τον είχαν αναστατώσει στο νησί του. Στην Κέρκυρα ο Σολωμός επεξεργάστηκε το ποίημα «Λάμπρος», που παρέμεινε σε αποσπασματική μορφή με εξαίρεση τρία ή τέσσερα ολοκληρωμένα επεισόδια. Πρόκειται για ένα λυρικό σύνθεμα με έντονα θρησκευτικά και μεταφυσικά στοιχεία, που πραγματεύεται το θέμα ενός τυχοδιώκτη που παραπλανά και εγκαταλείπει μια δεκαπεντάχρονη, χωρίς να γνωρίζει ότι είναι κόρη του, ενώ οι τρεις γιοι του πεθαίνουν και βρικολακιάζουν. Το έργο διαπνέεται από έναν υπερβολικό ρομαντισμό –το θέμα το υ προέρχεται από τα χρόνια της θητείας του Σολωμού στο ρομαντισμό–, ενώ η επεξεργασία του, το μέτρο και η εκφραστική σαφήνεια που αντιτίθενται προς τη ζοφερότητα της σύλληψης, αντανακλούν την αισθητική του αντίληψη. Αυτή η διαμετρική αντίθεση είναι ίσως ο λόγος που ο «Λάμπρος» παρέμεινε απόσπασμα.

Την ίδια περίοδο, μέχρι το 1833, ο Σολωμός έγραψε και τα μόνα δύο πεζά του κείμενα. Στο «Διάλογο», που αποτελεί την άποψή του για τη γλώσσα, αντικρούει αρχαϊστές και κοραϊστές και διακηρύσσει την πίστη του στη λαϊκή γλώσσα και τη δύναμη του ποιητικού λόγου να εμβαθύνει στις λέξεις, να τις ανυψώνει αισθητικά και να τις ευρύνει νοηματικά. Το δεύτερο πεζό «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» είναι κείμενο σκοτεινό, όπως ο «Λάμπρος», εφιαλτικό, προφητικό και σε λόγο πυκνό, σαφή και άρτιο.

Το 1833 εγκαινίασε την τρίτη ποιητική περίοδο του Σολωμού, της ωριμότητας, που έληξε το 1857. Το 1833 έγραψε τον «Κρητικό». Πρόκειται για ένα επεισόδιο λυρικό ενός ευρύτερου, οκταμερούς συνθέματος, που σχεδίαζε ο Σολωμός, με τέσσερα μέρη λυρικά και τέσσερα σατιρικά. Ο «Κρητικός» είναι ένα βαθύτατα λυρικό ποίημα με μεταφυσικές προεκτάσεις, σύνθετα χρονικά και υπερχρονικά επίπεδα, αινιγματικό, υποβλητικό και γραμμένο σε γλώσσα δημοτική και ταυτόχρονα ποιητική και σε δημοτικό στίχο. Πρόκειται για ένα επεισόδιο με αυτονομία και μοναδική ποιητική ακτινοβολία. Ταυτόχρονα με τον «Κρητικό» ο Σολωμός επεξεργάζεται και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», που αναφέρεται στους πολιορκημένους του Μεσολογγίου, της δεύτερης πολιορκίας, από το 1825 ως την Έξοδο (1826). Τελειωμένη μορφή δεν υπάρχει· σώζονται τρία σχεδιάσματα, αλλά και αυτά αποσπασμάτων. Το Α’ σχεδίασμα είναι του 1830. Το σημαντικότερο είναι το σχεδίασμα που επεξεργαζόταν ο Σολωμός τα χρόνια 1833-1844. Είναι σε δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, όπως και ο «Κρητικός». Μετά το 1844, και ενώ η σύνθεση έχει προχωρήσει, ο Σολωμός ξαναδουλεύει (Γ’ σχεδίασμα) το ποίημα και πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά χωρίς ομοιοκαταληξία και συνιζήσεις.

Πέθανε στην Κέρκυρα μόλις 59 χρονών, ύστερα από δύο εγκεφαλικές συμφορήσεις. Δύο χρόνια μετά το θάνατό του, ο μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς συγκέντρωσε, προλόγισε και εξέδωσε «Άπαντα τα ευρισκόμενά» του. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις που συμπλήρωσαν εκείνη του Ι. Πολυλά.

Τα γνωστότερα έργα του Σολωμού σε χρονολογική σειρά είναι: «Rime improvvisate del nobil signore Dion. Sonte Salamon Zacintio» (ιταλικά σονέτα που τυπώθηκαν στην Κέρκυρα το 1822), «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (που το έγραψε το 1823, αλλά τυπώθηκε στο Μεσολόγγι το 1825), επίσης το 1823 γράφει το «Εις Μάρκο Μπότσαρη» και προσχεδιάζει το «Λάμπρο», «Εις θάνατο του λόρδου Μπάιρον» και το επίγραμμα «Η καταστροφή των Ψαρών» (1824), και τα σατιρικά «Η Πρωτοχρονιά», «Το ιατροσυμβούλιο» επίσης το 1824, «Η Φαρμακωμένη» και το σατιρικό «Το όνειρο» (1826), ενώ αρχίζει και το «Λάμπρο» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», «Η γυναίκα της Ζάκυθος» (1827), «Εις Μοναχήν» (1829), «Ο Κρητικός», «Φαρμακωμένη στον Άδη» και «Νεκρική Ωδή» (1833), «Πόρφυρας» και «Εις τον θάνατον της Αιμιλίας Ροδόσταμο» (1848), «Εις Φραγκίσκα Φραίζερ» (1849), «Το ελληνικό καράβι» (1851), «Η Ελληνίδα μητέρα» και «Η γυναίκα με το μαγνάδι» (1852).