Ο Οδυσσέας Ελύτης ήταν Νεοέλληνας ποιητής. Το πραγματικό του όνομα ήταν Οδυσσέας Αλεπουδέλης. Ο Ελύτης είναι ο δεύτερος Έλληνας ποιητής μετά το Γ. Σεφέρη που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και ο οποίος σημάδεψε με χαρακτηριστικό τρόπο τη λογοτεχνική πραγματικότητα της χώρας μας από το 1940 και μετά.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 2/11/1911. Ήταν γιος του βιομηχάνου Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Εγκαταστάθηκε μετά το 1914 (α' παγκόσμιος πόλεμος) με την οικογένειά του στην Αθήνα. Γόνος πλούσιας οικογένειας, με αρκετές διασυνδέσεις στον πολιτικό χώρο, ο Ελύτης θα γνωρίσει σε μικρή ηλικία αρκετούς τόπους και αρκετά ενδιαφέροντα πρόσωπα, θα διαμορφωθεί μέσα στο ιδιαίτερο κλίμα της περιόδου (βαλκανικοί πόλεμοι, εθνικός διχασμός, Μικρασιατική καταστροφή), θα ταξιδέψει προσλαμβάνοντας παραστάσεις.
Έχοντας ήδη εκδηλώσει το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία, όπως μαρτυρούν εφηβικού χαρακτήρα συνεργασίες στη «Διάπλαση των Παίδων» καταρχήν, αργότερα και σε άλλα περιοδικά, εγγράφεται το 1930 στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, κυρίως για να ικανοποιήσει τη σχετική επιθυμία της οικογένειας (ο πατέρας του πέθανε το 1925). Αν στην επιφάνεια όμως βρίσκονται οι πανεπιστημιακές σπουδές, στο βάθος κυριαρχούν οι ποιητικές αναγνώσεις, κυρίως αυτές των υπερρεαλιστικών έργων. Η γνωριμία του Ελύτη με τον υπερρεαλισμό θα παγιωθεί μέσω της γνωριμίας του με το χαρακτηριστικότερο ίσως εκπρόσωπο του κινήματος στην Ελλάδα, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, η οποία θα εξελιχθεί σε ισόβια φιλία, αλλά και σχέση μύησης του νεαρού Ελύτη στο πρωτοποριακό αυτό λογοτεχνικό ρεύμα. Την ίδια χρονιά ξεκινά ένας γόνιμος κύκλος συνεργασίας του ποιητή με το περιοδικό «Νέα Γράμματα», που θα σημάνει και την επίσημη, κατά κάποιο τρόπο, είσοδο του Ελύτη στα λογοτεχνικά δρώμενα και τις λογοτεχνικές ομάδες της περιόδου (γνωρίζεται με Σεφέρη, Καραντώνη, Κατσίμπαλη, Θεοτοκά, Γκάτσο κ.ά.).
Το 1936 (δικτατορία Μεταξά), ο Ελύτης εγκαταλείπει τις σπουδές του και κατατάσσεται στο στρατό (Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών), ενώ με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) επιστρατεύεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ένα χρόνο πριν είχε εκδοθεί η πρώτη ποιητική συλλογή του, οι «Προσανατολισμοί».
Ο Ελύτης επέστρεψε στην Αθήνα το 1941, έχοντας γλιτώσει ως εκ θαύματος το θάνατο (είχε προσβληθεί από κοιλιακό τύφο). Το 1948 αναχωρεί για το Παρίσι όπου θα μείνει ως το 1952 (με διαλείμματα κατά τα οποία ταξιδεύει σε Ισπανία, Αγγλία και αλλού) γνωρίζοντας σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών (Αντρέ Μπρετόν, Πολ Ελιάρ, Τριστάν Τζαρά, Πάμπλο Πικάσο κ.ά.). Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1952, για να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος δραστηριοτήτων (διευθυντής προγράμματος ΕΙΡ την περίοδο 1953-1954, μέλος του Δ.Σ. του «Θεάτρου Τέχνης», συμμετοχή σε συνέδρια, μεταφράσεις κτλ.).
Με την επιβολή της δικτατορίας του 1967 ο Ελύτης θα αντιδράσει με τη σιωπή και την αποχή από πνευματικές δραστηριότητες, ενώ το 1969 φεύγει ξανά για το Παρίσι. Μεσολαβεί μια επίσκεψη στην Κύπρο (1970) και το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα. Θα ακολουθήσει μια διαρκώς ανοδική πορεία που θα αποφέρει την παγκόσμια καταξίωση με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979. Πέθανε στην Αθήνα στις 18/3/1996.
Πέρα από τα όποια βιογραφικά στοιχεία, αυτό που δίνει το ακριβές στίγμα του Ελύτη είναι το ποιητικό, δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, το οποίο περιλαμβάνεται στα ακόλουθα βιβλία:
α) Ποίηση: «Προσανατολισμοί» (1940), «Ήλιος ο Πρώτος» (1943), «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» (1945), «Η καλοσύνη στις λυκοποριές» (1947), «Το Άξιον Εστί» (1959), «Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό» (1960), «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971), «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» (1971), «Το Μονόγραμμα» (1972), «Τα ρω του έρωτα» (1972), «Τα ετεροθαλή» (1974), «Μαρία Νεφέλη» (1978), «Τρία ποιήματα σε σημαία ευκαιρίας» (1982), «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» (1984), «Ο Μικρός Ναυτίλος» (1985), «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» (1992), «Δυτικά της λύπης» (1995), «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (1995).
β) Δοκίμιο: «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» (1973), «Ανοιχτά χαρτιά» (1973), «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (1976), «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1979), «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» (1990), «Εν λευκώ» (1993).
γ) Μεταφράσεις: Πολ Ελιάρ «Ποιήματα» (1936), Πιέρ Ζαν Ζουβ «Ποιήματα» (1938), «Δεύτερη γραφή» (1976), «Σαπφώ» (1984), «Η αποκάλυψη του Ιωάννου» (1985). Παράλληλα έχει μεταφράσει θεατρικά έργα των Μπρεχτ, Ζιροντού κ.ά.
Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως την ποίηση του Ελύτη είναι η πολυσυλλεκτική διάθεση από τη μια, σε ό,τι αφορά την άντληση του υλικού, και η ολοένα διευρυνόμενη ματιά προς ένα συγκεκριμένο κάθε φορά κέντρο. Το πέρασμά του, η γνωριμία του με τον υπερρεαλισμό θα αποδειχθεί γόνιμο, καθώς ο ποιητής θα λάβει το μήνυμα της απόλυτης ελευθερίας που ευαγγελίστηκε το πρωτοποριακό αυτό κίνημα και θα το εφαρμόσει απαρέγκλιτα, παραχωρώντας έτσι στο πηγαίο ταλέντο του τον απεριόριστο ζωτικό χώρο που του ήταν αναγκαίος. Κατά τα άλλα, ο ποιητής δε θα δεσμευθεί από τις λοιπές υπερρεαλιστικές αρχές και κατευθύνσεις. Ταλαντευόμενος στο μεταίχμιο ενός προσωπικού λόγου και της υπερρεαλιστικής γραφής στους «Προσανατολισμούς», θα ταχθεί αβίαστα στην αναζήτηση του πρώτου από κει και πέρα.
Ο Ελύτης καταφέρνει από συλλογή σε συλλογή μια ανανέωση προκλητική σχεδόν για την ωριμότητα και την ενέργειά της. Ο μύθος γίνεται προσωπικότερος και επιμερίζεται. Ο ποιητής προκρίνει κάθε φορά ένα προς ένα τα μέσα που τον συναποτελούν και τα εξαντλεί.
Το βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά» (1973), που περιέχει τα κατά καιρούς δημοσιευμένα δοκίμια του συγγραφέα, δίνει τις πρώτες κατευθύνσεις, για την αναζήτηση πηγών, επιρροών αρεσκειών και απαρεσκειών, που αντικατοπτρίζονται στο πρωτότυπο έργο, ενώ παράλληλα αποδεικνύει και έναν ικανότατο δοκιμιογράφο και είναι ευτύχημα ότι ο Ελύτης δημοσίευσε περισσότερα ανάλογα δείγματα στον τόμο «Εν λευκώ» το 1993.
Αν αντιστοιχίσει κανείς τα παραπάνω με τις μεταφραστικές επιλογές της «Δεύτερης Γραφής» (περιέχει μεταφράσεις ποιημάτων των Ρεμπό, Λοτρεαμόν, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ελιάρ, Λόρκα, Μαγιακόφσκι, Ουγκαρέτι) θα πετύχει, όσο αυτό είναι επιτρεπτό, μια πρώτη προσέγγιση στον προσωπικό κόσμο του ποιητή.