37 χρόνια από την τραγική νύχτα της 17ης Νοεμβρίου, όταν τα τανκ της ξενοκίνητης και ξενόδουλης χούντας της 21ης Απριλίου, γκρέμιζαν την πύλη του Πολυτεχνείου της Αθήνας τσαλαπατώντας τα παιδιά που ήταν γαντζωμένα πάνω της και μαζί τους κάθε έννοια των όρων άνθρωπος, ανθρωπιά και λογική. Τα παιδιά του Ελληνικού λαού βρισκόταν ήδη σκαρφαλωμένα πάνω στα κάγκελα του Πολυτεχνείου τρεις ημέρες, τρεις μεγάλες μέρες, όσο μεγάλη ήταν και η επιθυμία τους για λευτεριά. Όταν στις 14 Νοεμβρίου μια φοιτητική συνέλευση μετατράπηκε σε μια μαζική διαδήλωση 200.000 ανθρώπων, όταν η κατάληψη ενός κτιρίου μετατράπηκε σε μια πανστρατιά ονείρων και ελπίδας, το φως της δημοκρατίας άρχισε πάλι να αχνοφαίνεται, πίσω από το σκοτεινό ορίζοντα 7 χρόνων σκλαβιάς και τυρρανίας. Οι μορφές αυτών των νέων μπροστά στις καπνισμένες κάνες των τανκ να ψέλνουν τον εθνικό ύμνο, η ερημιά των δρόμων, ο στριγκλός ήχος της ερπύστριας, η διαταγή της εκτέλεσης και τέλος η σιδερένια πόρτα που χώριζε τη ζωή από το θάνατο, τους έκανε να μοιάζουν με τις ψιλόλιγνες ασκητικές μορφές του Γκρέκο, μορφές απόκοσμες, αλλά και τόσο οικίες, σχεδόν υπεράνθρωπες, αλλά και τόσο ανθρώπινες, που νόμιζες για μια στιγμή ότι τις φαντάζεσαι, πως δεν υπάρχουν κι όμως ήταν εκεί, με το αγέρωχο βλέμμα τους ίσια καρφωμένο στο πρόσωπο του θανάτου, σαν έτοιμοι από καιρό, όπως ταιριάζει στην ιστορία του λαού μας που ξέρει να αγωνίζεται, στην πορεία των προγόνων μας, από τα βαθύ της ιστορίας μέχρι σήμερα, πορεία που έκανε τη λέξη Έλληνας συνώνυμη της θυσίας και του ηρωισμού. Ενός λαού που ξέρει να πεθαίνει για την ελπίδα και να ζει ελεύθερος.
Πιστοί λοιπόν στο ραντεβού τους με την ιστορία, οι νέοι του Πολυτεχνείου δεν έκαναν ούτε ένα βήμα πίσω από την πόρτα, δεν δείλιασαν, δεν υποχώρησαν, γιατί ήξεραν ότι αυτό που κάνουν είναι κάτι σπουδαίο, κάτι πού χρειάζεται καρδιά και ψυχή, κάτι που πάνω απ’ όλα είναι χρέος προς την πατρίδα, χρέος στην ιστορία, χρέος στον άνθρωπο.
Η τσακισμένη πόρτα και τα άψυχα σώματα ήταν μια μεγάλη θυσία στη δημοκρατία, θυσία ιερή, που έκανε αυτούς τους νέους σύμβολα του αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη, ανεξαρτησία και Ελευθερία. Τα παιδιά αυτά έκαναν με το μαρτυρικό τους θάνατο πράξη όσα αναφέρει ο ανώνυμος στην «Ελληνική Νομαρχία» «πραγματικός άνθρωπος είναι αυτός που ζει με ελευθερία και πεθαίνει για την ελευθερία».
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι αναμφίβολα η κορυφαία πράξη αντίστασης κατά της χούντας, αλλά όχι και η μοναδική, η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη τον Αύγουστο του 1968, η θυσία του Κώστα Γεωργάκη, που αυτοπυρπολήθηκε στη Γένοβα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς της χούντας, το Σεπτέμβρη του 1970, το Κίνημα του Ναυτικού το Μάιο του 1973 και μαζί όλες αυτές οι χιλιάδες των αγωνιστών που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν σε ξερονήσια κολαστήρια, βασανίστηκαν στα υπόγεια του ΕΑΤ-ΕΣΑ και εξοντώθηκαν από τους Απριλιανούς, αποτελούν προάγγελους της μεγάλης λαϊκής έκρηξης και αντίδρασης, που πήρε σάρκα και οστά με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Οι νέοι αυτοί έδειξαν στο λαό το πραγματικό πρόσωπο της χούντας, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από τις αρχές του 1973 μια προσπάθεια ψευτοεκδημοκρατισμού, θέλοντας να «χρυσώσει το χάπι» και να κρύψει πίσω από το μανδύα της δήθεν φιλελευθεροποίησης, το πραγματικό της πρόσωπο, πρόσωπο στυγνό, κτηνώδες και φασιστικό. Όταν στις 14 Νοεμβρίου του 1973 οι φοιτητές πήραν την απόφαση να καταλάβουν το Πολυτεχνείου εκπέμποντας μέσα από τον πρόχειρο ραδιοφωνικό τους σταθμό τα αντιχουντικά τους αισθήματα, γνώριζαν όπως λέει κι ο ποιητής ότι κάνουν «πρόβες θανάτου», γνώριζαν ότι αυτός ο δρόμος δεν έχει πια γυρισμό, γνώριζαν ότι αυτός ο αγώνας ήταν μονόδρομος, μόνο η νίκη και η λευτεριά συνεπαίρνε το νεανικό τους μυαλό. Αλλά δεν ήταν μόνοι, μαζί τους κι όλοι αυτοί οι Έλληνες που πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας όπως και πριν 5 χρόνια, τον Οκτώβρη του 1968 στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, που μετατράπηκε σε μια λαοθάλασσα οργής ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών.
Η χούντα τρόμαξε, δεν φανταζόταν ποτέ το μέγεθος της λαϊκής αγανάκτησης, πανικοβλήθηκε και έκανε το μοιραίο κίνηση, κατέβασε για ακόμα μια φορά στους δρόμους τις Αθήνας τα τανκ, ελπίζοντας πως έτσι θα φόβιζε τους αγωνιστές της δημοκρατίας, αλλά έκανε λάθος, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Πολυτεχνείου προέταξαν τα νεανικά τους στήθη απέναντι στα «ατσάλινα τέρατα» της χούντας, το φως απέναντι στο σκοτάδι, την ελπίδα απέναντι στην απελπισία, το δίκιο απέναντι στο άδικο, τη λογική απέναντι στον παραλογισμό, την αγάπη για την πατρίδα απέναντι στην προδοσία, τις ελεύθερες ψυχές τους απέναντι στη σκλαβιά και την τυρρανία. Και νίκησαν. Τα κορμιά τους ξεψύχησαν κάτω από το βάρος της ερπύστριας και τις σφαίρες των όπλων που έπεφταν σαν βροχή, αλλά ταυτόχρονα εκείνη τη στιγμή της απόλυτης φρίκης ξεπεταγόταν μέσα από τα ερείπια και τη φωτιά η ελπίδα, η ελπίδα για λευτεριά, η ελπίδα για δημοκρατία.
Η αντίστροφη μέτρηση για τη χούντα είχε αρχίσει και 8 μήνες μετά, στις 24 Ιουλίου του 1974, κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος από τραπουλόχαρτα, αφού όμως πρόλαβε με τις συνομωσίες και την προδοτική της στάση να ανοίξει το δρόμο στους Τούρκους, οι οποίοι έπειτα από το πραξικόπημα της χούντας στην Κύπρο, για την ανατροπή του προέδρου Μακάριου, εισέβαλαν στο μαρτυρικό νησί στις 20 Ιουλίου 1974 και ως δήθεν παράγοντες σταθεροποίησης κατέλαβαν το 40% της έκτασης του, κάνοντας τους Κύπριους, πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη γη.
Το ηχηρό μήνυμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Μήνυμα ενότητας του Ελληνικού λαού και επιφυλακής απέναντι σε λογικές και ιδεολογίες που θέλουν να μετατρέψουν τους νέους σε άβουλα όντα. Μήνυμα καθαρό απέναντι στις τεχνοκρατικές λογικές των αριθμών και των δεικτών ανάπτυξης κι όχι του ανθρωπισμού και της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, τις λογικές τις ατομικής περιχαράκωσης και προσωπικής ευημερίας κι όχι της συλλογικής προκοπής και κοινωνικής συνοχής. Όλοι μας χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ αυτούς τους νέους που θυσίασαν τη ζωή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθερα, να διαβάζουμε ελευθέρα, να μιλάμε ελεύθερα και να σκεφτόμαστε ελεύθερα. Ταυτόχρονα όμως, η προσφορά αυτών των αγωνιστών είναι κι ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδας, ένα φορτίο σπουδαίο, που μας υπαγορεύει ένα καθημερινό αγώνα για την εξέλιξη και την περιφρούρηση της δημοκρατίας, αυτής της τόσο σπουδαίας ιδέας που μας δίδαξαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και που εμείς έχουμε το χρέος να την διατηρήσουμε και να την κληρονομήσουμε υγιή και δυνατή στα παιδιά μας.
Βλέποντας ως δάσκαλος τις νέες γενιές είμαι βέβαιος ότι ο αγώνας των παιδιών του Πολυτεχνείου δεν πήγε χαμένος κι ότι η αγάπη της ελευθερίας είναι ένα συναίσθημα βαθιά ριζωμένο στην καρδιά κάθε Έλληνα, που το κληρονομεί στα παιδιά του, στο μέλλον του τόπου, που πάντα στάθηκαν μπροστάρηδες σε κάθε αγώνα και ύψωσαν το λάβαρο της λευτεριάς, από τις Θερμοπύλες μέχρι το Δραγατσάνι, από το Μεσολόγγι μέχρι τα βουνά τις Πίνδου, από την Καισαριανή μέχρι το Πολυτεχνείο.
Αυτοί οι νέοι σύμβολα της Ελλάδας, μας άφησαν μια σπουδαία παρακαταθήκη, κληρονομιά στις γενιές που έρχονται, στα παιδιά μας, που σήμερα ζουν και μορφώνονται ελεύθερα και όπου είμαι σίγουρος, ότι όταν πάλι χρειαστεί, θα προτάξουν τα στήθη τους απέναντι σε κάθε κατακτητή, ξένο ή ντόπιο, ενσαρκώνοντας στο πρόσωπο κάθε απλού πολεμιστή της καθημερινής ζωής, κάθε ανώνυμου μαχητή της ελευθερίας, αλλά και του καθενός από εμάς, τη φράση του Ν. Καζαντζάκη: «Ελευθερία είναι ο αγώνας για την ελευθερία».
Δημήτρης Α. Ανυφαντάκης
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Φυλής
Εκπαιδευτικός Π.Ε. (Δάσκαλος)