Σαν να μην πέρασε μια μέρα από το τραγικό καλοκαίρι του 2004, όταν η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου κέρδιζε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, και να, που πάλι η παράνοια μας ξαναχτυπά την πόρτα! Όπου και να γυρίσω το κεφάλι μου βλέπω εθνικά υπερήφανες φάτσες για τα κατορθώματα της εθνικής στο μουντιάλ της Νότιας Αφρικής και φρίττω. Τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες, περιοδικά, internet, όλα ασχολούνται με το μόνο πράγμα που μας κάνει ίσως περήφανους σαν νεοέλληνες, και ποιο είναι αυτό; Έντεκα εκατομμυριούχοι υπό τις εντολές ενός Γερμανού να τρέχουν πίσω από ένα πέτσινο τόπι. Δεν ξέρω αν από αυτή τη χώρα λείπει τελικά η σοβαρότητα ή το μέτρο! Δεν ξέρω αν πρέπει να απελπιστώ ή να γελάσω με τον γραφικό νεοελληνάρα που με τη σημαία στο χέρι ουρλιάζει και τρέχει πέρα δώθε, κομπάζοντας από υπερηφάνεια για κάτι τόσο ξεπερασμένο και αντιαισθητικό που μόνο σε λαούς του τρίτου κόσμου κάνει τώρα πια εντύπωση.
Ο Έλληνας είναι στερημένος σε πολλά επίπεδα και το κατοχικό σύνδρομο έχει περάσει στο DNA του. Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει τον τρόπο που διαχειρίζεται τέτοια ανούσια γεγονότα.
Τώρα, βέβαια, θα βρεθούν κάποιοι και θα πουν: καλά, να μη χαρούμε για τη νίκη της ομάδας μας, τη νίκη της πατρίδας μας που είναι μικρή σε επιτεύγματα αλλά μεγάλη μέσα στο γήπεδο; Βεβαίως και να χαρούμε και να ριγήσουμε από συγκίνηση, αλλά μέχρι εκεί, καθώς τα όρια έχουν ξεπεραστεί και η αστειότητα έχει αρχίσει να γίνεται χαρακτηριστικό της εικόνας μας στο εξωτερικό.
Αν εμείς κάνουμε έτσι γιατί μια ομαδούλα της πλάκας που κέρδισε μια φορά ένα πρωτάθλημα από σπόντα και από τότε φυτοζωεί σε κάθε άλλη διοργάνωση, τι να πουν και χώρες όπως η Ιταλία, η Αγγλία, η Βραζιλία, η Αργεντινή κ.ά., που σαρώνουν σε κάθε διοργάνωση και με την αξία και τη σταθερότητά τους παραμένουν εδώ και δεκαετίες στην αφρόκρεμα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου;
Αν, λοιπόν, μετά από αυτά που είπα, βρεθεί κάποιος να με κατηγορήσει ότι δεν συμμερίζομαι και δεν χαίρομαι για τις επιτυχίες της χώρας μου, θα του απαντήσω ότι η χώρα αυτή δεν δικαιούται να αισθάνεται εθνικά υπερήφανη για αηδίες όταν έχει να επιδείξει πλήθος σημαντικών επιτυχιών σε τομείς που έχουν να κάνουν με τον πολιτισμό και την πρόοδο της ίδιας της ανθρωπότητας.
Αυτοί όλοι με τα βαμμένα γαλανόλευκα πρόσωπα βγήκαν να πανηγυρίσουν όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κέρδιζε τον «Χρυσό Φοίνικα» στο φεστιβάλ των Καννών, όταν ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος κέρδιζαν βραβεία Νόμπελ και Λένιν, ρίγησαν από συγκίνηση όταν ο Παπανικολάου ανακάλυπτε το τεστ για την διάγνωση του καρκίνου της μήτρας, δακρύζουν όταν οι μουσικές του Μίκυ Θεοδωράκη ακούγονται σε κάθε γωνιά της γης ή μήπως φούσκωσαν από υπερηφάνεια όταν ο Μάνος Χατζηδάκης κέρδιζε το Όσκαρ μουσικής της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογράφου; Θα μου πει τώρα ο θαμώνας του καφενείου των φιλάθλων ότι ούτε που γνωρίζει όλους αυτούς, και άλλωστε τι μπάζα να πιάσουν μπροστά στο Ρεχάγκελ και την παρέα του; Και καλά θα μου πει, γιατί δεν φταίει αυτός, φταίει η παιδεία και το ίδιο το σύστημα που τον αφήνουν να καταντήσει έτσι, φταίμε εμείς οι εκπαιδευτικοί που δεν του μάθαμε την ουσία της εθνικής υπερηφάνειας, που δεν του μάθαμε να ξεχωρίζει το σημαντικό από το ασήμαντο, που δεν τον βοηθήσαμε να οραματιστεί πράγματα καινοτόμα και δημιουργικά και δεν του διδάξαμε τους λόγους που καθιστούν ένα λαό υπερήφανο, φταίει το αποχαυνωτικό σύστημα των ΜΜΕ που τον βομβαρδίζει από το πρωί ως το βράδυ με τα κατορθώματα των γαλανόλευκων μπαλαδόρων και που εσκεμμένα στρέφει το ενδιαφέρον του σε φτηνά θεάματα, ίσως για να ξεχνάει τη μιζέρια της καθημερινότητάς του, την εκμετάλλευση από το αφεντικό του, την τράπεζα που τον εκβιάζει, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού του που του πίνει το αίμα, την τσέπη του που είναι άδεια και το μυαλό του που είναι στείρο από ιδέες και οράματα. Εγώ, λοιπόν, έχω τους λόγους μου να περηφανεύομαι που είμαι Έλληνας και αρνούμαι να παίξω το στημένο παιχνιδάκι των ΜΜΕ και των παραμάγαζων του συστήματος που προσπαθούν να μας αλλοτριώσουν τη συνείδηση και τη σκέψη, αρνούμαι να συμμετάσχω στον όχλο των πανηγυριστών που νιώθουν την αδελφότητα και την ομοψυχία της συλλογικής προσπάθειας να τους συνεπαίρνει χωρίς λόγο, ελπίζω και αγωνίζομαι καθημερινά να μάθω στους μαθητές μου, στις νέες και ελπιδοφόρες γενιές του μέλλοντος, ότι Ελλάδα είναι ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας, ο Καζαντζάκης και ο Καβάφης, ο Γκρέκο και ο Εγγονόπουλος, η Μερκούρη και η Παξινού, η Φλέμινγκ και η Παπά, ο Μπελογιάννης, ο Λαμπράκης ο Παναγούλης και τα παιδιά του Πολυτεχνείου, ο Κοραής και ο Φεραίος, ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης, και ότι η υπερηφάνεια για την Ελλάδα είναι μια ιδέα που πηγάζει από την ιστορία της και τον πολιτισμό της, πολιτισμός 3.000 ετών που φώτισε την ανθρωπότητα και την έβγαλε από τις σπηλιές, πολιτισμός που καταξιώθηκε και αναγνωρίστηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη κάνοντας τη λέξη «Έλληνας» συνώνυμη των μεγάλων ιδεών της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης και που καθιέρωσε τη μικρή μας χώρα στις πρώτες θέσεις της παγκόσμιας πολιτιστικής προσφοράς.
Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, καλώ κάθε Έλληνα και Ελληνίδα να ενώσουμε τις φωνές μας απέναντι στη μεθοδευμένη αποχαύνωση, να κλείσουμε τις τηλεοράσεις και να επικεντρώσουμε την ενέργεια, την ορμή και τη δύναμή μας στην προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της χώρας. Για να φτάσουμε την Ελλάδα και πάλι εκεί που της αξίζει και δικαιούται να βρίσκεται. Τότε πια θα μπορούμε να υπερηφανευόμαστε, όχι όμως πια για το πόσες φορές η μπάλα μπήκε στα δίχτυα, αλλά γιατί καταφέραμε κάτι που μόνο η αγωνιστικότητα, η επιθυμία και το κουράγιο του Έλληνα μπορούν να πετύχουν!