Η αντίστροφη μέτρηση για την κατάρρευση της Αμερικανοκίνητης και ξενόδουλης χούντας της 21ης Απριλίου άρχισε με το πραξικόπημα στην Κύπρο στις 15 Ιουλίου 1974. Πέντε μέρες αργότερα, με την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί, τίποτα δεν μπορούσε να την αποτρέψει.
Ο πρώτος βασικός λόγος ήταν η ανικανότητα του στρατού ν ανταποκριθεί στον μοναδικό ρόλο του: την προάσπιση του εθνικού χώρου. Το στρατιωτικό καθεστώς αποδείχτηκε ανίκανο ακριβώς εκεί όπου εξ ορισμού θα περίμενε κάποιος να δικαιολογήσει την ύπαρξή του.
Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας ήταν η πλήρης αδυναμία της χούντας να καταπνίγει πια τα αντιδικτατορικά αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας του λαού. Η επιστράτευση άλλαξε ριζικά το τοπίο. Μ ένα μέρος των λαϊκών δυνάμεων οπλισμένο στους στρατώνες, χάθηκε κάθε έλεγχος «τάξεως και ασφαλείας». Ο παραδοσιακός φόβος της χούντας από τον «εχθρό λαό», έπαιρνε εφιαλτικές διαστάσεις. Από τη στιγμή εκείνη η πολιτική αλλαγή στη χώρα ήταν πια ζήτημα ωρών.
Τότε ξεκίνησε η διαδικασία για την αναζήτηση λύσης, για μια μεταβολή, που να εγγυάται τον έλεγχο της κατάστασης. Η χουντική στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε να αυτονομηθεί από τον «αόρατο δικτάτορα» Ιωαννίδη και να δράσει για την πολιτικοποίηση του καθεστώτος, σε συνεννόηση με τον «εμφανή δικτάτορα-πρόεδρο» Γκιζίκη.
Κινήσεις αξιωματικών: Στο μεταξύ, οργίαζαν οι φήμες περί επικείμενης ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος. Μία απ αυτές έφερε τον διοικητή του Γ Σώματος Στρατού στρατηγό Ντάβο, με θωρακισμένες δυνάμεις να κατεβαίνει από τη Θεσσαλονίκη προς την πρωτεύουσα.
Η φημολογία επεκτάθηκε όταν ξένοι ραδιοσταθμοί μετέδιδαν διακήρυξη-τελεσίγραφο 250 αξιωματικών. Μ' αυτή ζητούνταν ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό την προεδρία του Κ. Καραμανλή.
Το ερώτημα, όμως, «μετά τη δικτατορία τι;» εξακολουθούσε να παραμένει αναπάντητο.
Εξετάστηκαν διάφορες λύσεις, με κοινό παρονομαστή τη μετάβαση σε άλλη μορφή διακυβέρνησης, χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του στρατιωτικού μηχανισμού και των δομών εξουσίας. Στάθηκε αδύνατον να υλοποιηθούν όλες. Η πρωτοφανής αίσθηση του κενού εξουσίας και η δίνη μιας εμπόλεμης κατάστασης μπροστά στην οποία η χώρα εμφανιζόταν ανέτοιμη και ακυβέρνητη, καθιστούσαν την εξεύρεση πολιτικής λύσης κατεπείγουσα. Όχι όμως μιας οποιασδήποτε λύσης.
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να δίνει την αίσθηση της διαφοράς από το προηγούμενο καθεστώς, να πείθει για τη δημοκρατικότητά της. Σε αντίθετη περίπτωση οι εξελίξεις, όπως πολλοί πρωταγωνιστές των ημερών ομολογούν, θα ήταν απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες».
Τελικά, την τελευταία στιγμή εμφανίζεται ο Κ. Καραμανλής. Το πρόσωπο που ενσάρκωσε τον συμβιβασμό όλων των κέντρων δύναμης και εξουσίας, που είχαν λόγο στην πολιτική αλλαγή της 24ης Ιουλίου.
Η πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση ήταν καρπός της στρατιωτικο-πολιτικής σύσκεψης της 23ης Ιουλίου.
Ήταν 2.00 μ.μ., όταν, στα παλαιά ανάκτορα, άρχισαν να συσκέπτονται οι πολιτικοί με τους χουντικούς στρατιωτικούς.
Στη σύσκεψη, όπως προκύπτει από διάφορες μαρτυρίες (επισήμως πρακτικά δεν κρατήθηκαν) απορρίφτηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης με τη συμμετοχή πολιτικών και στρατιωτικών. Υιοθετήθηκε η λύση μιας αμιγώς πολιτικής κυβέρνησης. Αρχικά αποφασίστηκε να σχηματίσει κυβέρνηση ο Π. Κανελλόπουλος σε συνεργασία με τον Γ. Μαύρο.
Σε συνέχεια όμως, αφού μεσολάβησε διάλειμμα (από τις 5 ως τις 8 το βράδυ) για να καταρτιστεί ο κατάλογος των υπουργών, αποφασίστηκε η λύση που προέβλεπε ανάληψη της εξουσίας από τον Κ. Καραμανλή.
Στις 9 το βράδυ ο Κ. Καραμανλής, αναχωρεί από το Παρίσι με αεροσκάφος που του παραχώρησε
ο Γάλλος πρόεδρος Ζισκάρ ντ Εστέν.
Στις 2.05 μετά τα μεσάνυχτα ο Κ. Καραμανλής φθάνει στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Στις 3.10 τα ξημερώματα περνώντας μέσα από πλήθη παλλόμενα για τη δημοκρατία ο Κ.
Καραμανλής φθάνει στο Προεδρικό Μέγαρο. Επειτα από ενημέρωση περίπου μίας ώρας, σε
σύσκεψη των πολιτικών υπό τον Γκιζίκη, ορκίστηκε πρωθυπουργός, ενώ η Ελλάδα πανηγύριζε.
Το χρονικό της αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Η τελευταία βδομάδα του Ιουλίου και ο Αύγουστος 1974 είναι οι καθαυτό μέρες της μεταπολίτευσης. Τυπικά, οριοθετούνται από την κατάρρευση της χούντας και την επιστροφή Καραμανλή, μέχρι την αποστρατεία του δικτάτορα Ιωαννίδη και την προαναγγελία των βουλευτικών εκλογών. Μια βδομάδα κι ένας μήνας, που σηματοδοτούν τη γέννηση της μεταπολίτευσης.
23/7: Οι ηγέτες της χούντας, πανικόβλητοι από τις συνέπειες των εθνικών εγκλημάτων τους και την απόβαση του «Αττίλα» στην Κύπρο, απομονωμένοι στο εσωτερικό και διεθνώς, καλούν σε σύσκεψη την προδικτατορική πολιτική ηγεσία. Εν μέσω παλινωδιών αποφασίζεται κατ αρχάς η ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον Π. Κανελλόπουλο. Τελικά, όμως, θα προτιμηθεί η λύση του Κ. Καραμανλή που βρισκόταν στο Παρίσι.
24/7: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Αποδέχεται να ορκιστεί πρωθυπουργός με όρους «να επανέλθει ο στρατός στο έργο του» και να έχει τη συμπαράσταση των πολιτικών δυνάμεων. Σχηματίζεται πολιτική κυβέρνηση ύστερα από 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες τυραννίας (πρώτο σχήμα της ονομαζόμενης κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας»). Ο λαός πανηγυρίζει έξαλλα στους δρόμους στην Αθήνα και παντού.
25-26/7: Πρώτη πολιτική απόφαση της κυβέρνησης η αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων και η χορήγηση αμνηστίας στα πολιτικά αδικήματα. Αρχίζουν να δρουν τα πολιτικά κόμματα.
26/7: Διάγγελμα Καραμανλή προς το έθνος.
27/7: Συμπληρώνεται η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» με στελέχη από όλους σχεδόν τους πολιτικούς χώρους.
Η δίκη της Χούντας. Η δίκη των πρωταιτίων της χούντας ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1975 στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Πρόεδρος του Δικαστηρίου ήταν ο Ι. Ντεγιάννης. Κατηγορούμενοι ήταν ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός, ο Μακαρέζος, ο Ιωαννίδης, ο Ζωιτάκης, ο Αγγελής, ο Σπαντιδάκης, ο Λαδάς, ο Ρουφογάλης και άλλοι χουντικοί. Κατηγορούνταν για «εσχάτη προδοσία και στάση». Στη δίκη καταθέτουν 65 μάρτυρες κατηγορίας μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι όλων (σχεδόν) των πολιτικών κομμάτων. Στην ακροαματική διαδικασία αποδεικνύεται πλήρως η ενοχή των κατηγορουμένων και καταρρίπτεται πλήρως ο ισχυρισμός τους ότι έδρασαν για το συμφέρον της Ελλάδος. Οι χουντικοί αρνήθηκαν να απολογηθούν καθώς δεν έχουν τίποτα να προβάλουν ως στοιχείο της αθωότητας τους. Στις 23 Αυγούστου 1975. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαβάζει την απόφαση. Ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και ο Μακαρέζος καταδικάζονται εις θάνατον και καθαίρεση για στάση και σε ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία. Οι λοιποί κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε μικρότερες ποινές. Η κυβέρνηση μετατρέπει τη θανατική ποινή των τριών σε ισόβια κάθειρξη και ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής διευκρινίζει: «και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».
Το καλοκαίρι του 1975 στο διαρκές στρατοδικείο έγινε και η δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ήταν, όπως σημείωνε η «Διεθνής Αμνηστία» η πρώτη σε διεθνή κλίμακα, μετά τις δίκες των ναζί, δίωξη για βασανιστήρια. Στα εδώλια κάθονται 18 αξιωματικοί μεταξύ αυτών ο Χατζηζήσης, ο Θεοφιλογιαννάκος, ο Σπανός, ο Τσαλάς, ο Κόφας και 14 πρώην οπλίτες της ΕΣΑ.
Το στρατοδικείο δέχθηκε ότι πράγματι τα βασανιστήρια έγιναν ακριβώς όπως οι μάρτυρες κατέθεσαν. Όμως τελικά, οι ποινές που επιβλήθηκαν ήταν εξαιρετικά επιεικείς. Το φθινόπωρο ακολούθησε και δεύτερη δίκη για τα βασανιστήρια στις φυλακές Μπογιατίου, στην οποία το δικαστήριο και πάλι δέχθηκε ότι έγιναν φρικτά βασανιστήρια εναντίον κρατουμένων, αλλά και αυτή τη φορά οι ποινές ήταν αρκετά επιεικείς.
Η σημαντικότατη αυτή μέρα της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, ημέρα ιστορικής μνήμης για τη χώρα, το λαό και τη Δημοκρατία μας στέλνει ένα ξεχωριστό μήνυμα. Μήνυμα ενότητας του Ελληνικού λαού και επιφυλακής απέναντι σε λογικές και ιδεολογίες που θέλουν να μετατρέψουν τους νέους σε άβουλα όντα. Μήνυμα καθαρό απέναντι στις τεχνοκρατικές λογικές των αριθμών και των δεικτών ανάπτυξης κι όχι του ανθρωπισμού και της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο, τις λογικές τις ατομικής περιχαράκωσης και προσωπικής ευημερίας κι όχι της συλλογικής προκοπής και κοινωνικής συνοχής. Όλοι μας χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ σ’ αυτούς τους αγωνιστες που θυσίασαν τη ζωή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να ζούμε ελεύθερα, να διαβάζουμε ελευθέρα, να μιλάμε ελεύθερα και να σκεφτόμαστε ελεύθερα. Ταυτόχρονα όμως, η προσφορά αυτών των αγωνιστών είναι κι ένα βαρύ φορτίο στις πλάτες κάθε Έλληνα και κάθε Ελληνίδας, ένα φορτίο σπουδαίο, που μας υπαγορεύει ένα καθημερινό αγώνα για την εξέλιξη και την περιφρούρηση της δημοκρατίας, αυτής της τόσο σπουδαίας ιδέας που μας δίδαξαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι και που εμείς έχουμε το χρέος να την διατηρήσουμε και να την κληρονομήσουμε υγιή και δυνατή στα παιδιά μας!